Εκτός από το Θωρηκτό «Α/Τ ΒΕΛΟΣ Μ.Α.Α» υπάρχουν πολλά ακόμα να δείτε στο χώρο αυτό.

 

Ιστιοφόρο πέραμα «Ευαγγελίστρια»

Δίπλα στο Θωρηκτό ελλιμενίζεται to ιστιοφόρο «Ευαγγελίστρια» ένα από τα τελευταία γνήσια αιγαιοπελαγίτικα ιστιοφόρα. Το «Ευαγγελίστρια» είναι ιστιοφόρο «πέραμα» και ναυπηγήθηκε στη Σύρο το 1939 από τον καραβομαραγκό Μαυρίκο και τα παιδιά του, για λογαριασμό του Μυκονιάτη καραβοκύρη Αντώνη K. Μπόνη. Έχει χωρητικότητα 90 τόνων περίπου, ολικό μήκος 20μ και πλάτος 6,38μ και φέρει 2 ιστούς. Το «πέραμα» είναι ένα γνήσιο ελληνικό σκαρί, κατάλληλο για τη θάλασσα του Αιγαίου. Τα πρώτα «περάματα» ξεκίνησαν να κατασκευάζονται στη Σύρο και τα χρησιμοποιούσαν ως εμπορικά και για κάθε είδους μεταφορές. Τα «περάματα» είναι διάσημα παγκοσμίως, και για τους λάτρεις των παραδοσιακών σκαφών είναι τα καλύτερα διότι έχουν χώρους, κρατάνε καλά πανιά και ταξιδεύουν σε όλες τις θάλασσες.

Tον Αύγουστο του 1987 ο Κων/νος Μπόνης, γιος του αρχικού ιδιοκτήτη, δώρισε το «Ευαγγελίστρια» στο Ναυτικό Μουσείο Αιγαίου και στο Δήμο Μυκόνου. Πολλές δυσκολίες παρουσιάσθηκαν για την αποκατάστασή του, γιατί ήταν ανάγκη να μπούνε τα ίδια υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την ναυπήγησή του και να ακολουθηθεί πιστά η παραδοσιακή τεχνική των καραβομαραγκών της Σύρου, έτσι ώστε να επανακτήσει την αρχική του εμφάνιση και φόρμα. Σήμερα αποτελεί μουσειακό έκθεμα του Ναυτικού Μουσείου Αιγαίου.

 

Καλωδιακό Ατμόπλοιο «Θαλής ο Μιλήσιος»

Ναυπηγήθηκε το 1909 στα Ναυπηγεία NEWPORT NEWS SHIPBUILDING & DRYDOCK CO., VIRGINIA, ΗΠΑ με το αρχικό όνομα “JOSEPH HENRY” για λογαριασμό της Αμερικανικής Κυβερνήσεως. Μεταβιβάστηκε από την Αμερικανική Κυβέρνηση στην Ελλάδα το 1947, παραδόθηκε στον ΟΤΕ και μετονομάστηκε σε «Θαλής ο Μιλήσιιος. Υπήρξε το πρώτο καλωδιακό ελληνικό πλοίο που ανέλαβε υπηρεσία για την πόντιση και συντήρηση τηλεφωνικών καλωδίων μεταξύ των ελληνικών νησιών. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του έως το 1983, οπότε και παροπλίστηκε, πόντισε 140 νέα καλώδια και εξετέλεσε επισκευές σε περισσότερες από 630 γραμμές παλαιότερων καλωδίων. Ο «Θαλής ο Μιλήσιος» είναι το παλαιότερο καλωδιακό πλοίο στον κόσμο, το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα το αρχικό του μηχανοστάσιο με τις 2 πρωτότυπες ατμομηχανές προώσεως. Είναι ακόμα το παλαιότερο πλοίο καταχωρημένο στα Ελληνικά Νηολόγια με υψηλής στάθμης τεχνικές προδιαγραφές.

Ο «Θαλής ο Μιλήσιος» έχει την ιδιαιτερότητα να είναι ένα Πλωτό Τηλεπικοινωνιακό Μουσείο, διότι, εκτός της παλαιάς κατασκευής του, που αντικατοπτρίζει την τεχνολογία της εποχής του, εξακολουθεί να έχει μέχρι σήμερα άθικτο τον ατμοκίνητο μηχανισμό της ποντίσεως καλωδίων. Πέρα από αυτό, επάνω στο πλοίο υπάρχουν και εκθέματα που αναφέρονται στην εξέλιξη των τηλεπικοινωνιών από τις αρχές του αιώνα μας, καθώς και διάφορα σχετικά όργανα όπως οπτικοί τηλέγραφοι, ραντάρ, κλπ. Σήμερα ανήκει στο Ναυτικό Μουσείο Αιγαίου που η έδρα του βρίσκεται στην Μύκονο.

 

Ι/Φ «Ευγένιος Ευγενίδης»

Το ιστορικό ιστιοφόρο «ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΕΥΓΕΝΙΔΗΣ» κατασκευάστηκε για τον Walter Runciman. Ήταν ένα κατασκευαστικό αριστούργημα, αποτέλεσμα της συνεργασίας των ναυπηγείων William & Denny Bros. στο Dumbarton της Σκωτίας, του σχεδιαστή G. L. Watson και των κατασκευαστών πανιών Ratrsey & Lapthorn. Καθελκύστηκε το 1929 και μέχρι το 1939 χρησιμοποιήθηκε κυρίως σαν το προσωπικό κότερο της οικογένειας Runciman. Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε ως πλοίο μάνα ειδικών αποστολών από τους συμμάχους στον ποταμό Helford της Κορνουάλης.

Το 1945 το πλοίο περιέρχεται σε Σουηδικά χέρια, πρώτα στο «Abraham Rydberg Foundation of Stockholm» και μετά στην «Einar Hansen’s Clipper Line of Malmo», όπου και μετονομάζεται σε «SUNBEAM» και «FLYING CLIPPER» αντίστοιχα. Το 1965 αλλάζει την ιστιοφορία του, με την προσθήκη τριών πανιών, και χρησιμοποιείται σαν εκπαιδευτικό ιστιοφόρο για τα πληρώματα των εφοπλιστών ιδιοκτητών του.

Πρωταγωνιστεί στην ταινία «FLYING CLIPPER», συμμετέχει στην ταινία «Lord Jim», ενώ διακρίνεται και στους δύο πρώτους αγώνες ιστιοφόρων υψηλών ιστίων (1956 -1958), στους οποίους συμμετέχει και το προσωπικό κότερο του Σταύρου Νιάρχου, «CREOLE».

Το 1965 αγοράζεται από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και μετονομάζεται σε «ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΕΥΓΕΝΙΔΗΣ», προς τιμήν του ευεργέτη Ευγένιου Ευγενίδη, από το κληροδότημα του οποίου προήλθε το 1/3 των χρημάτων για την αγορά του σκάφους. Το «ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΕΥΓΕΝΙΔΗΣ» συνεχίζει να έχει το ρόλο του εκπαιδευτικού ιστιοφόρου, αυτή τη φορά για τους δόκιμους του Εμπορικού Ναυτικού, μέχρι το 1990. Μετά τον παροπλισμό του, το «ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΕΥΓΕΝΙΔΗΣ» μεταβιβάζεται στο Υπουργείο Πολιτισμού το οποίο παραχωρεί τη χρήση του στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος.

Από το 2004, με μέριμνα του Πολεμικού Ναυτικού, έχει αρχίσει η συντήρηση του πλοίου ώστε να γίνει επισκέψιμο απο το κοινό.

Από τις 09 Μαίου 2023, το Ι/Φ ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΕΥΓΕΝΙΔΗΣ ελλιμενίζεται στο Κ.Ε. ΠΟΡΟΣ.

 

Θωρηκτό “Γεώργιος Αβέρωφ”

Δέκα χρόνια μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό διέθετε μια ελάχιστη δύναμη απαρχαιωμένων τορπιλοβόλων και τριών γαλλικών θωρηκτών που είχαν κατασκευασθεί το 1889. Η επιτακτική ανάγκη για τη δημιουργία αξιόμαχου στόλου είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του στόλου – στα τέλη του 1908 – με τέσσερα καινούρια αγγλικά και τέσσερα γερμανικά αντιτορπιλικά. Σε αυτά επρόκειτο να προστεθεί το Θωρακισμένο-Καταδρομικό «Γ. Αβέρωφ», η Δόξα του Πολεμικού Ναυτικού.

Για την ανανέωση του Στόλου η τότε κυβέρνηση Μαυρομιχάλη είχε απευθυνθεί στα Ναυπηγεία Ορλάντο στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου εκείνη ακριβώς την εποχή κατασκευαζόταν ένα θωρακισμένο–καταδρομικό το οποίο είχε παραγγελθεί και επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί από το Ιταλικό Ναυτικό. Όμως, η ακύρωση της παραγγελίας από τη μεριά των Ιταλών και η άμεση προκαταβολή του 1/3 της συνολικής αξίας του πλοίου επέτρεψαν την απόκτηση του θωρηκτού από την Ελλάδα. Το ποσόν της προκαταβολής προήλθε από τη διαθήκη του Γεωργίου Αβέρωφ και ανήρχετο σε 8.000.000 εκατομμύρια χρυσές δραχμές, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 15.650.000 χρυσών δραχμών καλύφθηκε από το Ταμείο Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.). Η  κυβέρνηση  δαπάνησε 23.650.000 δρχ. για την απόκτηση του. Τα 8.000.000 δρχ. προέρχονταν από το 20% της συνολικής κληρονομιάς του Γεωργίου Αβέρωφ, που παραχώρησε με τη διαθήκη του στο Ταμείο Εθνικού Στόλου το 1899 (χρονολογία δημοσίευσης της διαθήκης). Η διαθήκη όριζε ότι το 1/5 της περιουσίας του (20 μερίδια) παραχωρείται για τη ναυπήγηση ισχυρού καταδρομικού πλοίου που θα φέρει το όνομα του και διασκευασμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει ως Εκπαιδευτικό πλοίο Σχολής Ναυτικών Δοκίμων προς την πρακτική και θεωρητική τελειοποίηση αυτών. Το υπόλοιπο ποσό 14.300.000 καλύφθηκε εξ’ ολοκλήρου από το Ταμείο Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι Τούρκοι είχαν ενδιαφερθεί για την αγορά του πλοίου

Το 10.200 τόνων θωρακισμένο εύδρομο (όπως ακριβέστερα περιγράφεται) είχε ιταλικές μηχανές 19.000 ίππων, 22 γαλλικούς λέβητες, γερμανικές γεννήτριες και αγγλικά πυροβόλα 190 και 234 χιλιοστών τύπου ARMSTRONG. Η μέγιστη ταχύτητα που ανέπτυσσε το Θωρηκτό ήταν 23 κόμβοι. Το «Γ. Αβέρωφ» καθελκύστηκε στις 12 Μαρτίου (27 Φεβρουαρίου με το παλαιό ημερολόγιο) 1910 και την 1 Σεπτεμβρίου 1911 κατέπλευσε στο Φάληρο, όπου έγινε δεκτό από τους Έλληνες με ενθουσιασμό.

Το Θωρηκτό δεν άργησε να γνωρίσει το βάπτισμα του πυρός. Τον Οκτώβριο του 1912, με την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, το «Γ.Αβέρωφ», επικεφαλής του Στόλου του Αιγαίου υπό τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απέπλευσε προς τα Δαρδανέλια. Κατέλαβε τη Λήμνο και στον όρμο του Μούδρου εγκαταστάθηκε το προχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου. Ακολούθησε η κατάληψη του Αγίου Όρους, των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος, Αγ. Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος). Η σύγκρουση με τον τουρκικό στόλο ήταν πλέον αναπόφευκτη. Ο Ναύαρχος Κουντουριώτης έδωσε επιθετικό χαρακτήρα στον ελληνικό σχεδιασμό. Διέταξε το στόλο του να αρχίσει να πλέει από βορρά προς νότο, οπότε ο οθωμανικός στόλος εμφανίσθηκε στην έξοδο των Στενών. Τότε, ο Κουντουριώτης απηύθυνε το περίφημο σήμα του στα ελληνικά πλοία που συνέπλεαν με το «Γ. Αβέρωφ»: «Με την δύναμιν του Θεού και τας ευχάς του Βασιλέως μας και εν ονόματι του Δικαίου πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με πεποίθησιν προς την νίκην εναντίον του εχθρού του Γένους». Η έκβαση των Ναυμαχιών της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913) που ακολούθησαν, διέλυσε τις προσδοκίες του Σουλτάνου και της Υψηλής Πύλης για τον έλεγχο του Αιγαίου. Ο οθωμανικός στόλος δεν θα επιχειρούσε πια νέα έξοδο στο Αιγαίο.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13 αποτελούν αναντίρρητα την πλέον ένδοξη πολεμική περίοδο του θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ». Με την έναρξη των εχθροπραξιών, τον Οκτώβριο του 1912, ο ελληνικός στόλος κλήθηκε να πετύχει έναν ιδιαίτερα δύσκολο συνδυασμό πολλαπλών στόχων: να εμποδίσει την έξοδο του οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο, να αποκτήσει την κυριότητα των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, να εμποδίσει τη μεταφορά οθωμανικών στρατευμάτων και εφοδίων προς τα ηπειρωτικά μέτωπα των Βαλκανίων, καθώς και να προστατεύσει τις αντιστοιχείς θαλάσσιες μεταφορές της Ελλάδας και των συμμάχων της. Η επιτυχής έκβαση των ελληνικών επιτελικών σχεδιασμών ήταν αποτέλεσμα τριών κυρίως παραγόντων: των αυξημένων επιχειρησιακών δυνατοτήτων που διέθετε το νεότευκτο θωρηκτό, της αναμφισβήτητης ηγετικής ικανότητας και τόλμης του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, όπως και του υψηλότατου ηθικού των ελληνικών πληρωμάτων όλου ανεξαιρέτως του ελληνικού στόλου. Η επιτυχής κατάληψη των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου και η κατίσχυση των ελληνικών όπλων στις Ναυμαχίες της Έλλης και την Λήμνου είχαν ως αποτέλεσμα ο «Γ. Αβέρωφ» να αποκτήσει διαστάσεις συμβόλου στη λαϊκή μνήμη: ένας μύθος είχε πια γεννηθεί.

 

Κατά το μεγαλύτερο μέρος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα παρέμεινε ουδέτερη. Όμως, το 1917 η Κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου απεφάσισε να συμμετάσχει στον πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων. Με το τέλος της παγκόσμιας σύρραξης -Οκτώβριος 1918- η Τουρκία συνθηκολόγησε (ανακωχή του Μούδρου) και η Ελλάδα βρέθηκε στην πλευρά των νικητών. Το «Γ. Αβέρωφ» κατέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί ύψωσε την ελληνική σημαία ως μία από τις νικήτριες δυνάμεις του Μεγάλου Πολέμου. Συμπερασματικά, ο πλήρης έλεγχος της Μεσογείου από το συμμαχικό ναυτικό και η επιτυχία της συμμαχικής ναυτικής στρατηγικής, που απέβλεπε στον αποκλεισμό του στόλου των Κεντρικών Δυνάμεων στην Αδριατική και του τουρκικού στον Βόσπορο, στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτά ακριβώς τα πλήγματα που είχε επιφέρει ο ελληνικός στόλος και το «Γ. Αβέρωφ» στην Κωνσταντινούπολη και η ύψωση της ελληνικής σημαίας αποτέλεσαν τη δικαίωση του θάρρους και της αυταπάρνησης του ελληνικού πολεμικού στόλου στον αγώνα για εθνική ολοκλήρωση, σύμβολο πλέον ναυτικής τόλμης και ηρωισμού, διέγειρε τη συλλογική φαντασία και τα οράματα του Ελληνισμού.

Μετά την υπογραφή των συνθηκών ειρήνης το «Γ. Αβέρωφ» μαζί με τον υπόλοιπο στόλο μετέφερε τα ελληνικά στρατεύματα στην Ιωνία. Οι εξελίξεις των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία διέγραψαν γρήγορα αρνητική πορεία που κατέληξε στην Καταστροφή του ’22. Το «Γ. Αβέρωφ» βρέθηκε ξανά στα μικρασιατικά παράλια, τούτη τη φορά για να βοηθήσει στη μεταφορά των στρατευμάτων και του ξεριζωμένου ελληνικού στοιχείου.

Με την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» τέθηκε και πάλι επικεφαλής, ως ναυαρχίδα του ελληνικού πολεμικού στόλου. Μετά ωστόσο τη κατάρρευση του μετώπου, τον Απρίλιο του 1941, το Υπουργείο Ναυτικών διέταξε την αυτοβύθιση του θωρηκτού, προκειμένου να μην περιέλθει στα χέρια του εχθρού. Στην καρδιά και στο φρόνημα των ελληνικών πληρωμάτων, η αναχώρηση των εναπομεινάντων πλοίων του στόλου στην Αλεξάνδρεια ήταν αδιανόητο να γίνει χωρίς την ασφαλή συντροφιά του «Μπάρμπα Γιώργη», του ηρωικού Θωρηκτού «Γ. Αβέρωφ», όπως ήταν συνηθισμένο να ονομάζεται από τα πληρώματα. Έτσι λοιπόν, μετά τον επιτυχή κατάπλου του θωρηκτού στην Αλεξάνδρεια, το πλοίο κατευθύνθηκε στη Βομβάη για γενική επισκευή και επιθεώρηση. Αρχικά το «Γ. Αβέρωφ» δραστηριοποιήθηκε στον Ινδικό Ωκεανό, με αποστολή την προστασία νηοπομπών, που κατευθύνονταν από τη Βομβάη στο Άντεν. Στο τέλος του 1942 ο «Γ. Αβέρωφ» κατέπλευσε στο Πορτ Σάιντ, όπου συμμετείχε σε αποστολές προστασίας λιμένων.  Με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1944 και ύστερα από απουσία σχεδόν τεσσάρων ετών, ο ένδοξος «Γ. Αβέρωφ» επέστρεψε στις 16 Οκτωβρίου 1944 το απόγευμα στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί του την τότε εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και αγκυροβόλησε πανηγυρικά στον φαληρικό όρμο. Στο χρονικό διάστημα 1947 έως 1949 το Θωρηκτό έγινε Αρχηγείο Στόλου στο Κερατσίνι. Όμως, το πλοίο είχε ‘γεράσει’ και το 1952 διατάχθηκε ο παροπλισμός του.

Από το 1957 μέχρι το 1983, το Θωρηκτό βρέθηκε πρυμνοδετημένο στον Πόρο. Το 1984 το Πολεμικό Ναυτικό αποφάσισε να το αποκαταστήσει. Μετά από τριάντα χρόνια στο περιθώριο, το Θωρηκτό ξεκίνησε τη νέα του πορεία. Την ίδια χρονιά το πλοίο ρυμουλκήθηκε από τον Πόρο και κατέληξε στο Φάληρο, όπου άρχισαν οι εργασίες αποκατάστασής του. Το μέγεθος της δαπάνης για τη σταθεροποίηση – αποκατάσταση από το 1985 μέχρι σήμερα είναι μεγάλο και ένα μεγάλο μέρος των δαπανών προήλθε από δωρεές ιδιωτών, οι σημαντικότερες των οποίων ήταν της Κυπριακής Δημοκρατίας, της οικογένειας Λάτση και του Ιδρύματος Ωνάση. Σήμερα το πλοίο-μουσείο «Γ. Αβέρωφ» αποτελεί μνημείο που τιμά αυτούς που υπηρέτησαν και έπεσαν στη διάρκεια της ένδοξης ιστορίας του. Συνάμα διατηρεί ζωντανά τα μη απτά ανθρώπινα αποθέματα, όπως η κληρονομιά των θαλασσών, η σημασία των θαλασσίων μεταφορών και η ελκυστικότητα του ναυτικού επαγγέλματος, όπου η αξιοπρέπεια, το ήθος και η δημοκρατική αντίληψη, είναι κοινός τόπος συνάντησης όλων των ναυτικών. Το Πλωτό Ναυτικό Μουσείο Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» αποτελεί εδώ και χρόνια μια δραστήρια εκπαιδευτική κοινότητα με καθημερινές επισκέψεις σχολείων, ιδρυμάτων, οργανισμών, καθώς και πλήθους ιδιωτών. Με τις επισκέψεις αυτές πραγματοποιείται και η δεύτερη πτυχή του οράματος του δωρητή, που ήθελε το πλοίο, παράλληλα με τον εθνικό του σκοπό, να εκπληρώνει και εκπαιδευτική αποστολή.

Είναι ζήτημα εάν στην παγκόσμια ιστορία του πολεμικού ναυτικού θα μπορούσαμε να συναντήσουμε άλλο πολεμικό πλοίο που να συνδέθηκε για σχεδόν μισό αιώνα με την ιστορία και τα πεπρωμένα ενός έθνους. Το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», μοναδική ίσως εξαίρεση, μαζί με την προσωπικότητα και το πατριωτικό ήθος του Ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με τη διαμόρφωση ιστορικών γεγονότων εθνικής εμβέλειας χωρίς ουδέποτε να γνωρίσει την ήττα και την ατίμωση.

Ακόμα και μετά τον ειρηνικό επίλογο της πολεμικής του δράσης, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η ψυχή του «Μπάρμπα Γιώργη» εξακολουθούσε να παραμένει ζωντανή, έτοιμη για την τελευταία μάχη. Ο έρανος που προκήρυξε το Πολεμικό Ναυτικό, προκειμένου να συμβάλει στα έξοδα αποκατάστασης του πλοίου, επέφερε εξαιρετικά αποτελέσματα, απόδειξη του ισχυρού συμβολισμού που το θωρηκτό είχε εδραιώσει για δεκαετίες στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων. Ως «πλοίο εν ενεργεία», το Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» στέκεται σήμερα αγέρωχο, φωτεινό σύμβολο της ελληνικής ναυτοσύνης και του πολεμικού ηρωισμού. Στην τελευταία του μάχη, αυτή της ιστορικής μνήμης, το «Γ. Αβέρωφ» βγήκε για άλλη μια φορά νικητής.

 

ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΤΡΙΗΡΗΣ «ΟΛΥΜΠΙΑΣ»

Επί αιώνες διήρκεσε η διαμάχη για το πώς ήταν κατασκευασμένη και επανδρωμένη η Τριήρης. Οι ερωτήσεις αυτές απαντήθηκαν οριστικά το καλοκαίρι του 1987. Τότε καθελκύστηκε και δοκιμάστηκε το αντίγραφο της Αθηναϊκής Τριήρους, η «ΟΛΥΜΠΙΑΣ» εφοδιασμένη με κουπιά ίδιου μήκους και κατασκευασμένη σύμφωνα με τα αρχαιολογικά στοιχεία και τους νόμους της Φυσικής, της αντοχής υλικών κλπ.

Οι επιδόσεις της Τριήρους «ΟΛΥΜΠΙΑΣ» ήταν εκπληκτικές. Μπορούσε να επιτύχει ταχύτητα άνω των 9 κόμβων, να πλέει επί ώρες με ταχύτητα 4 κόμβων με τους μισούς κωπηλάτες εκ περιτροπής, να εκτελεί στροφή 180ο σε ένα λεπτό με τόξο μικρότερο από 2,5 μήκη πλοίου. Επιπλέον, το πλήρωμα δεν χρειαζόταν μακρόχρονη εκπαίδευση. Οι κωπηλάτες συγχρονίστηκαν στα κουπιά σε λίγες εβδομάδες.

Χαρακτηριστικά τριήρους «ΟΛΥΜΠΙΑΣ»

Ημερομηνία παραλαβής: 26 Αυγούστου 1987

Υλικό κατασκευής: Περίβλημα – Oregon Pine, Νομείς – Δρυς Virginia, Καρένα από Iroko, 20.000 ξύλινες σφήνες, 17.000 ορειχάλκινα χειροποίητα καρφιά, Καλύπτρα Εμβόλου από χυτό ορείχαλκο βάρους 200 κιλών.

Ναυπηγικά Στοιχεία: Μήκος 36,90 μ. Πλάτος 5.50 μ. Βύθισμα 1,25 μ. Εκτόπισμα 70 τόνοι.